θόρυβος

θόρυβος
θόρυβος, ου, ὁ (s. prec. two entries; Pind., Hdt. et al.; OGI 48, 9; IMagnMai 114, 3; pap, LXX, Philo, Joseph.; loanw. in rabb.).
a raising of voices that contributes to lack of understanding, noise, clamor Ac 21:34; MPol 8:3; 9:1 (for the expr. μέγας θ. s. Hs 9, 3, 1 in 3a below; Jos., Ant. 17, 184); AcPl Ha 1, 28 (sc.).
a state of confusion, confusion, unrest 1 Cl 57:4 (Pr 1:27).
a state or condition of varying degrees of commotion, turmoil, excitement, uproar (X., An. 3, 4, 35; Appian, Bell. Civ. 2, 118, §494)
of the milling about of a throng: of mourners Mk 5:38 (though mngs. 1 and 2 are also poss.); of a crowd of workers Hs 9, 3, 1
of the noise and confusion of excited crowds (Philo, In Flacc. 120; Jos., Bell. 1, 201; 2, 611) Mk 14:2; Ac 20:1; γίνεται θ. (cp. PTebt 15, 3 [114 B.C.] θορύβου γενομένου ἐν τῇ κώμῃ) Mt 26:5; 27:24; GJs 21:1, foll. by ἕως παύσηται ὁ θ. in 25:1. μετὰ θορύβου (Polyaenus 6, 41, 1; Ezk 7:11; Jos., Ant. 5, 216) with a disturbance Ac 24:18.—DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θόρυβος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”